σκιαζόμενος

σκιαζόμενος
σκιάζω
overshadow
pres part mp masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ήσκιος — ο 1. η σκιά, το σκοτεινό είδωλο αδιαφανούς σώματος το οποίο σχηματίζεται στο έδαφος ή σε άλλη επιφάνεια σε αντίθετη διεύθυνση από αυτήν που φωτίζεται 2. συνεκδ. ο σκιαζόμενος τόπος, το ήσκιωμα 3. μτφ. είδωλο φανταστικών πραγμάτων που δεν έχουν… …   Dictionary of Greek

  • ησκιωτικός — ή, ό [ησκιώνω] 1. (για τόπο) σκιερός, σκιαζόμενος 2. (για πράγματα ή δέντρα) αυτός που απλώνει πυκνή σκιά 3. το ουδ. ως ουσ. το (η)σκιωτικό πονηρό, κακοποιό πνεύμα, ήσκιος («στα χαλάσματα βγαίνουν τη νύχτα ησκιωτικά») …   Dictionary of Greek

  • ησκιόφωτο — και ησκιόφως, το 1. σκιόφως*, σκιά 2. σκιαζόμενος τόπος, σκιερός τόπος, ήσκιωμα («πάμε στο ησκιόφωτο») 3. μτφ. η ψυχική ανησυχία και το αίτιο που τήν προκαλεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήσκιος + φωτο (< φως), πρβλ. φεγγαρό φωτο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”